συμπολιτευόμενος

συμπολιτευόμενος
συμπολιτεύω
live as fellow-citizens
pres part mp masc nom sg
συμπολῑτευόμενος , συμπολιτεύω
live as fellow-citizens
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυβερνητικός — ή, ό (AM κυβερνητικός, ή, όν) [κυβερνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῡντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻԱԿՐՕՆ — (ի, ից.) NBH 2 0266 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c ա. μονότροπος unius modi, unius sensus συμπολιτευόμενος simul vivens, conversans, contubernalis. Որոց մի է կրօն՝ պաշտօն՝ կարգ՝ քաղաքավարութիւն. համակրօն, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • συμπολιτεύομαι — συμπολιτεύτηκα, συμπολιτευόμενος, αυτός που είναι με το μέρος του κόμματος που κυβερνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”